- ερημίτης
- ο, θηλ. ερημίτις και ερημίτισσα (AM ἐρημίτης, θηλ. ἐρημῑτις, -ιδος, Μ και ἐρημήτρια) [έρημος]αυτός που ζει στην έρημο, απομονωμένοςνεοελλ.(ορυκτ.) ορυκτό, φωσφορικό άλας δημητρίου, λανθανίου και θορίουπαρουσιάζεται σε γενικά μικρούς και πλατείς κρυστάλλους χρώματος κόκκινου, υποκαστανόχρουνεοελλ.-μσν.1. μοναχός, καλόγηρος, ασκητής, αναχωρητής, ησυχαστής2. εκκλ. ονομασία που δόθηκε σε μοναχούς, οι οποίοι ζούσαν σε κοινότητα, αλλά ήταν απομονωμένοι σε κελλιάαρχ.φρ. «ἐρημίτης ὄνος» — ο άγριος όνος τής ερήμου (ΠΔ).
Dictionary of Greek. 2013.